Έφτασα στην Πόλη την 1η Σεπτεμβρίου του 2009. Αποσπασμένη δασκάλα, αρχικά για 3 κι ίσως για συν 2 χρόνια, ήμουν έτοιμη να ζήσω μια νέα εμπειρία. Την Πόλη την είχα επισκεφτεί έως τότε μόνο ως τουρίστρια. Για κάποια τριήμερα που βόλευαν για σύντομες αποδράσεις από την κοντινή Κομοτηνή. Δεν είχα ιδέα για το τι με περίμενε. Πληροφορίες για τα σχολεία είχα συγκεντρώσει κάνοντας μικροέρευνες στο διαδίκτυο και προέρχονταν κυρίως από προσωπικά ιστολόγια.

Το σχολικό έτος ξεκινούσε κι εδώ από την πρώτη του μήνα αλλά εμείς οι μετακλητοί θα έπρεπε να περιμένουμε την έγκριση των ΥΠΕΞ για να μπούμε στα σχολεία. Οι μέρες ήταν καλές, σχεδόν καλοκαιρινές κι ο διαθέσιμος χρόνος άπλετος. Έτσι, όταν ο Χρίστος, μετακλητός και αυτός συνάδελφος, πρότεινε μια βόλτα με βαπόρι στο Βόσπορο για να έχω, όπως είπε, μια πανοραμική εικόνα της πόλης που θα με φιλοξενούσε τα επόμενα χρόνια, δεν αρνήθηκα. Ξεκινήσαμε από το Kabataş και θα ανεβαίναμε το Βόσπορο. Η συζήτηση φυσικά στρέφονταν γύρω από τα εκπαιδευτικά της Πόλης. Οι θέσεις συγκεκριμένες τα σχολεία λίγα. Δύο κενά υπάρχουν, μου είπε, στο Μέγα Ρεύμα και στο Ζάππειο. Ούτε που ήξερα καλά καλά πού βρίσκονταν.

- Να παρακαλάς να σε στείλουν στο Βόσπορο, στο Μέγα Ρεύμα, θα είναι μοναδική εμπειρία, θα δεις.

- Στο Μέγα Ρεύμα, πού είναι αυτό; δυσανασχέτησα. Αν είναι μακριά δε θέλω! Πώς θα πηγαίνω, τι θα κάνω;

- Να εύχεσαι να σε τοποθετήσουν εκεί και δε θα μετανιώσεις.

Το βαπόρι ανέβαινε το Βόσπορο, ο ήλιος έκανε τα νερά να γυαλίζουν και τα σαράγια και τα γυαλιά πάνω στις ακτές να λάμπουν. Επαρχιωτοπούλα στην οικουμενούπολη χάζευα και απολάμβανα. Δίπλα μας καράβια και βαρκούλες, τουριστικά αλλά και κότερα, σε μια συνεχή κυκλοφορία. Ο Χρίστος συνέχιζε να μου δίνει στοιχεία αλλά και οδηγίες για την Πόλη, για τα σχολεία αλλά και για τη ζωή σ’ αυτήν την χαώδη μεγαλούπολη. Πρακτικά πράγματα αλλά τόσο πολύτιμα για μένα την ανίδεη. Στα υψώματα της ανατολικής ακτής δασωμένες πλαγιές φώτιζαν την πόλη. Μια πόλη μοιρασμένη σε ανατολή και δύση, σε Ευρώπη κι Ασία. Να πατά κι εδώ κι εκεί αλλά και να ριζώνει και να απλώνεται. Ανεβαίναμε το Βόσπορο κι είχαμε περάσει κάτω από την πρώτη γέφυρα. Διασταυρωθήκαμε για λίγο με το δρόμο που τραβά για την Ανατολή κι αμέσως ,μετά βρήκαμε και πάλι τη ρώτα μας παράλληλα με τον δρόμο που ακολουθούσε την ίδια κατεύθυνση με μας στη δυτική ακτή. Μια χανόταν ανάμεσα στα σπίτια, μια ξανάβγαινε πάνω στο κύμα γεμάτος πάντα με πυκνή κίνηση. Το βαπόρι σε μια στιγμή ανέβασε στροφές, σαν να είχε να περάσει κάποιο εμπόδιο. Τα νερά τώρα έμοιαζαν με ποτάμι που κυλά με ορμή μέσα στη θάλασσα κι ο Χρίστος σηκώθηκε από τη θέση του. Άπλωσε το χέρι του για να μου δείξει και γεμάτος ενθουσιασμό μου φώναξε:

- Να εκεί, βλέπεις εκείνα δέντρα; Είναι στην αυλή της εκκλησίας. Πίσω ακριβώς είναι το σχολείο. Βλέπεις τη σκάλα μπροστά μας; Από την απέναντι μεριά του δρόμου είναι η στάση των αστικών λεωφορείων. Και το σχολείο δυο βήματα πιο μέσα. Εδώ είναι το Μέγα Ρεύμα, το Arnavutköy για τους Τούρκος σήμερα. Κοίτα! Κοίτα μέρος, κοίτα ομορφιά! Αυτήν θα μπορείς να τη χαίρεσαι κάθε μέρα! Θυμήσου με!

Ομολογώ πως εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να δω την ομορφιά που έλεγε ο Χρίστος. Εκείνη τη στιγμή έκανα υπολογισμούς και μετρούσα την απόσταση, τη διαδρομή, το λεωφορείο, τις στάσεις! Ήταν μακριά από το Πέρα, ήταν μακριά από το σπίτι που έμενα. Θα ήταν εύκολη η καθημερινή μετακίνησή μου; Ποιο λεωφορείο θα έπαιρνα; Θα χρειαζόταν αλλαγή; Πού ήταν η αφετηρία, πώς θα γύριζα; Όλα ανακατεμένα, όλα δύσκολα, όλα μπερδεμένα στο κεφάλι μου.

Το βαπόρι κατέβασε στροφές, τα νερά ησύχασαν, ο Χρίστος ακόμα μιλούσε. Η δεύτερη γέφυρα ήταν μπροστά μας, ο Βόσπορος μια στένευε μια απλωνόταν. Χάζεψα….

Πέρασε ένας μήνας και λίγο παραπάνω. Ο Οκτώβριος κόντευε στη μέση. Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα με τις έννοιες της νέας μου εγκατάστασης. Όμως οι ατελείωτες καθημερινές βόλτες ήταν απαραίτητες . Ξεκινούσα από το Πέρα και γύρω από το σπίτι μου στο Tarlabaşı. Αφού εξάντλησα την κεντρική οδό και τα παρασόκακα της İstıklal αποφάσισα να διευρύνω τον κύκλο του πεδίου δράσης μου. Κατέβαινα σχεδόν καθημερινά την Gümüssuyu και μέσα από το μικρό πάρκο πάνω από το Kabataş έβγαινα στο Βόσπορο. Έμαθα να πίνω τσάι και να τρώω σιμίτι, έμαθα το lahmacun και το kazandibi, έτρωγα στις λοκάντες και φωτογράφιζα τα πάντα. Δειλά δειλά ξεμάκραινα και μετά από τις βόλτες στην παραλιακή προς το Beşiktaş αποφάσισα να στραφώ και προς το τέρμα του ίσου δρόμου, στο Tunel και να κατεβαίνω πια μέχρι το Karaköy. Οι ομόκεντροι κύκλοι της ζωής μου σταδιακά αλλά σταθερά διευρύνονταν. Φίλοι και συνάδελφοι προστίθεντο κι η Πόλη μας μάγευε κάθε μέρα και περισσότερο. Μέχρι που ένα τηλεφώνημα ήρθε για να με επαναφέρει στην ιδιότητα με την οποία είχα έρθει εδώ.

- Αύριο το πρωί παρουσιάζεσαι κι αναλαμβάνεις υπηρεσία στο Μέγα Ρεύμα, είπε η φωνή και οι σκέψεις στροβιλίστηκαν μέσα στο κεφάλι μου.

Πρώτη μου φροντίδα κι έννοια ήταν να μάθω πώς θα πηγαίνω. Το 40 και το 342Τ από την πλατεία στο Taksim φεύγουν για το Βόσπορο και περνούν από το Arnavutköy, ήταν η άμεση απάντηση που πήρα από τους φίλους γνώστες των πραγμάτων. Θυμήθηκα και τις οδηγίες του Χρίστου αλλά να πω ότι ηρέμησα θα ήταν ψέμα. Οι πληροφορίες ήταν πια συγκεκριμένες. Το σχολείο είχε μόνο 2 μαθητές. Θα ήμουν η μόνη δασκάλα στο ελληνόγλωσσο. Τη διεύθυνση και τα μαθήματα του τουρκόγλωσσου προγράμματος τα είχε αναλάβει η Τουρκάλα συνάδελφος. Άλλος δάσκαλος φυσικά δεν υπήρχε στο σχολείο. Έχοντας την εμπειρία των μειονοτικών σχολείων στη Θράκη ήμουν ενήμερη και προετοιμασμένη για τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου που θα πήγαινα.

Ξεκίνησα λοιπόν πρωί πρωί την άλλη μέρα. Ο Οκτώβριος είχε προχωρήσει κι όσο κι αν οι μέρες ήταν ακόμα καλές η πρωινή δροσιά με έκανε να ριγιάζω. Ο παραλιακός δρόμος τις πρωινές ώρες γέμιζε κίνηση. Το ρεύμα που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης από τις βόρειες συνοικίες του Βοσπόρου ήταν πάντα μποτιλιαρισμένο. Εμείς όμως ακολουθούσαμε την αντίθετη κατεύθυνση. Ανεβαίναμε από το κέντρο προς τα πάνω και το λεωφορείο κρατούσε μια σταθερά καλή ταχύτητα. Σκέφτηκα πως αυτό θα με βοηθούσε να μην καθυστερώ στην πρωινή προσέλευση στο σχολείο. Η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη κι έπρεπε να υπολογίζω το χρόνο μου. Κοίταζα και μετρούσα τις στάσεις, έπρεπε να μάθω καλά πού θα κατέβαινα. Μετά το Ortaköy σηκώθηκα για να είμαι σε ετοιμότητα. Η αγωνία του πρωτάρη πάντα τον κρατά σε εγρήγορση. Kuruçeşme, Kolej, Arnavutköy. Έφτασα. Η στάση ήταν πάνω στην προκυμαία. Ένα βήμα παραπάνω κι έκανες βουτιά στο Βόσπορο. Μπρος μου η Σκάλα των βαποριών κι απέναντι μια ζωγραφιά ζωντανή. Η ανατολική ακτογραμμή με το Kuleli κι οι καταπράσινοι λόφοι από πάνω. Ένα τεράστιο καράβι ανέβαινε προς τη Μαύρη Θάλασσα. Τα νερά σκούρα, σχεδόν ήρεμα κι οι γλάροι παντοτινοί τους σύντροφοι. Στάθηκα και χάζευα. Στο φαρδύ πεζοδρόμιο μεσήλικες άνδρες στεκόντουσαν στη σειρά και ψάρευαν με τα καλάμια τους. Το λεωφορείο έφυγε, ο δρόμος άδειασε αλλά εγώ ακόμα στεκόμουν εκεί και χάζευα. Είπα να κάνω μερικά βήματα παραπέρα, να συνεχίσω με τα πόδια τη διαδρομή που θα ακολουθούσε και το λεωφορείο της γραμμής. Bebek, Rumeli Hisarı, Yenıköy. Κοίταξα το ρολόι μου. Γύρισα την πλάτη μου στην ομορφιά που με μάγεψε κι άνοιξα το βήμα μου για να περάσω απέναντι. Τώρα έπρεπε να διασχίσω τη μικρή πλατεία, να μπω στο σοκάκι που είναι ακριβώς μπροστά μου,. Θα δω την εκκλησία στο δεξί μου χέρι, δεν είναι δυνατόν να τη χάσω, είναι τεράστια μου είπαν, και να συνεχίσω και πάλι ευθεία μέχρι το σταυροδρόμι. Εκεί θα δω μπροστά μου το σχολείο. Ούτε αυτό είναι δυνατόν να το χάσω. Είναι σε μια μεγάλη, πανέμορφη αυλή, γεμάτη δέντρα. Οι οδηγίες ήταν σαφέστατες.

Με το που πέρασα την πλατειούλα και μπήκα στον στενό δρόμο ήταν σαν να άλλαξα πόλη, σαν να βρέθηκα κάπου άλλου. Χάθηκε ο θόρυβος του δρόμου, πρασίνισε το οπτικό μου πεδίο, γλύκανε ο περίγυρός μου. Μίκρυνα το βήμα για να προλαβαίνω να βλέπω γύρω μου. Να βλέπω τα σπίτι, ξύλινα, χρωματιστά, δίπατα. Αλλά και τα μαγαζιά, τα εστιατόρια, τα μανάβικα, τα εμπορικά, όλα μικρά και περιποιημένα. Να βλέπω τους ανθρώπους που κάθονταν στις πόρτες σε μικρές παρέες, σε κείνα τα χαρακτηριστικά χαμηλά καρεκλάκια κι έπιναν το πρωινό τους τσάι κουβεντιάζοντας. Να περιεργάζομαι και να κρατώ εικόνες στο μυαλό μου.

Έφτασα μπροστά στην αυλόπορτα της εκκλησίας. Ναι, ήταν όντως μεγάλη, σφηνωμένη σ’ αυτήν την ασφυκτικά πυκνοκατοικημένη γειτονιά. Μια μικρή όαση η αυλή της όπως φαινόταν ανάμεσα από τα κάγκελα. Την προσπέρασα κρατώντας το βλέμμα πάνω της. Μετά από λίγα βήματα φάνηκε μπροστά μου ο περίβολος και πίσω του τα ψηλά δέντρα. Φτάνοντας στο σταυροδρόμι το σχολείο βρισκόταν μπροστά μου. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αυτό. Δέσποζε και κυριαρχούσε στο χώρο. Είχε την αρχοντιά μιας άλλης εποχής αλλά και τα σημάδια του χρόνου που πέρασε από πάνω του. Πέρασα τη μεγάλη αυλόπορτα και διέσχισα το μικρό διάδρομο ανάμεσα από το χόρτο κάτω από τη σκιά των δέντρων. Η προτομή του Πατερούλη και η σημαία της χώρας σημάδια χαρακτηριστικά. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία, πράγμα παράξενο για δημοτικό σχολείο σκέφτηκα. Η πόρτα ορθάνοιχτη και μια ανδρική φιγούρα φάνηκε από το βάθος.

Πριν προλάβω να διαβώ το κατώφλι του σχολείου πρόβαλε στο ανοιγμένο θυρόφυλλο ένας μεσήλικας κύριος που μου χαμογελούσε και με καλημέρισε με σπασμένα ελληνικά. Μου άπλωσε το χέρι και πρόσθεσε hoş geldiniz. Πρόσχαρος και χαμογελαστός ήταν σαν να με περίμενε. Του είπα το όνομα μου καθώς σφίγγαμε τα χέρια κι μου συστήθηκε ως Βασίλης. Με οδήγησε στο εσωτερικό. Όλη η παρουσία του ρωμαίικου μπορούσε να απεικονιστεί σ’ αυτό που αντίκριζα. Μεγαλοπρεπής είσοδος, ψηλοτάβανη κατασκευή, μια εντυπωσιακή ξύλινη σκάλα στη μέση του διαδρόμου που άνοιγε δεξιά κι αριστερά στα δύο και οδηγούσε στο δεύτερο όροφο. Κλειστές πόρτες δεξιά κι αριστερά, φροντίδα και καθαριότητα παντού αλλά με εμφανή την πατίνα του χρόνου σε κάθε σημείο. Αρχοντιά κι ερημιά. Εμείς οι δάσκαλοι ξέρετε μυρίζουμε από μακριά την παρουσία των παιδιών. Ακόμα κι αν δεν τα βλέπουμε νιώθουμε την παρουσία τους από μικρά, αμυδρά σημάδια στο χώρο. Εδώ όλα έρχονταν από μιαν άλλη εποχή, που έσφυζε από ζωή αλλά τώρα έμοιαζε να κρατιούνται ζωντανά μόνο από τη φροντίδα των ανθρώπων.

Ο κύριος Βασίλης άνοιξε την δεύτερη πόρτα στα αριστερά και με μια μικρή κίνηση του χεριού του με καθοδήγησε στην αίθουσα. Επρόκειτο για το γραφείο του σχολείου. Δεν υπήρχαν θρανία και πίνακας. Ούτε όμως είχε και τη γνωστή εικόνα γραφείου δασκάλων. Μόνο ένα μικρό γραφείο με ένα υπολογιστή υπήρχε στη γωνία ακριβώς απέναντι από την πόρτα κι ένα μεγάλο τραπέζι με ένα πλαστικό καρό τραπεζομάντιλο στη μέση με αρκετές καρέκλες γύρω γύρω. Μια γυναίκα καθόταν στο γραφείο. Με το που με είδε σηκώθηκε χαμογελώντας και με υποδέχτηκε. Ήταν η κυρία Εμινέ, η δασκάλα του σχολείου, που εκτελούσε και χρέη διευθύντριας καθώς δεν υπήρχε Ρωμιός δάσκαλος στο σχολείο. Η συνεννόηση αποδείχτηκε δύσκολη αφού ούτε εκείνη ήξερε ελληνικά και τα δικά μου τουρκικά ήταν σε επίπεδο αρχαρίων. Αυτά τα λιγοστά όμως μαζί με τα ελάχιστα ελληνικά του κυρ-Βασίλη μπόρεσαν να κάνουν τις συστάσεις. Προέβλεπα πως με περίμενε μια δύσκολη και μοναχική χρονιά στο σχολείο.

Η κυρία Εμινέ με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στην διπλανή αίθουσα Το άνοιγμα της πόρτας ήταν σαν είσοδος σε μια χρονοκάψουλα. Για μια στιγμή νόμισα ότι ο χρόνος μου κάνει παιχνίδια, ότι με παίρνει και με ταξιδεύει πίσω σε άλλες εποχές. Μέσα στη μεγάλη αίθουσα υπήρχαν μικρά ατομικά ξύλινα θρανία βαμμένα με γαλάζια λαδομπογιά. Η έδρα του δασκάλου καλύπτονταν από ένα μονόχρωμο σκούρο τραπεζομάντιλο. Οι μαθητές φορούσαν την κλασική μπλε ποδιά με το άσπρο γιακαδάκι και καθόντουσαν σε ξύλινα καρεκλάκια. Ήσυχα και υπομονετικά περίμεναν οι δύο και μοναδικοί μαθητές μας.

Η κυρία Εμινέ τους είπε κάτι, μου χαμογέλασε κι έκλεισε πίσω της την πόρτα καθώς βγήκε από την αίθουσα. Μου πήρε κάποια δευτερόλεπτα για να συνέλθω. Τα δυο αγόρια με κοίταζαν με ορθάνοιχτα μάτια και περίμεναν. Νομίζω πως νοερά χαστούκισα τον εαυτό μου για να συνέλθω. Μόνο όταν ανταπέδωσαν το χαμόγελό μου τα πράγματα άρχισαν και πάλι να κυλούν σε κανονικούς ρυθμούς. Συστηθήκαμε, μιλήσαμε, γελάσαμε, κουβεντιάσαμε. Ο Μιχαήλ και ο Δανιήλ ήταν τα μοναδικά παιδιά σε ηλικία δημοτικού σχολείου στις γειτονιές του Βοσπόρου που φοιτούσαν σε ρωμαίικο σχολείο. Ήταν ήδη Στ΄τάξη, τελειόφοιτοι, και δεν θα υπήρχε πια συνέχεια στην Αστική Σχολή Μεγάλου Ρεύματος.

Το σχολείο λειτουργούσε κανονικά με όλη την τυπική διαδικασία. Γρήγορα έμαθα πως το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού σήμαινε εκτός από το πρώτο διάλειμμα και πρόγευμα. Η κυρία Ρίνι, η γυναίκα του κυρ-Βασίλη του kapıcı είχε ετοιμάσει το τσάι στην τραπεζαρία, ακριβώς απέναντι από το γραφείο. Ήταν η ώρα ή μάλλον το διάλειμμα που συγκεντρώνονταν όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι με το ίδιο καρό πλαστικό τραπεζομάντιλο. Μαθητές, δάσκαλοι, ο κυρ-Βασίλης και η κυρία Ρίνι. Στην προσπάθειά μου να μάθω σχετικά με τη λειτουργία του σχολείου αρωγοί μου ήταν οι δύο μαθητές μου που ανέλαβαν το ρόλο του μεταφραστή. Όταν όμως τα πράγματα έγιναν δύσκολα μπήκε στην κουβέντα η κυρία Πόπη. Αυτή, όπως με διαβεβαίωσαν, θα έλυνε όλες τις απορίες μου. Θα έπρεπε να την περιμένουμε λοιπόν, γιατί η κυρία Πόπη ήταν λέει καθημερινή στο σχολείο. Καθημερινή ως τι, ρώτησα αλλά απάντηση δεν πήρα. Με το δεύτερο χτύπηαμ του κουδουνιού ξαναμπήκα λοιπόν για μάθημα, καθώς η κυρία Εμινέ είχε πολλές γραφειοκρατικές δουλειές και με περίμενε από ότι κατάλαβα ως μάνα εξ ουρανού. Μπήκαμε στην αίθουσα, έκλεισε η πόρτα, ξεκινήσαμε τώρα πια το μάθημα διερευνώντας τις γνώσεις και το επίπεδο ελληνομάθειας των μικρών μου μαθητών και φυσικά περιμένοντας την κυρία Πόπη που θα έλυνε όλες τις απορίες μου.

Η κυρία Πόπη ήταν μια μοναδική γυναίκα. Συνταξιούχος δασκάλα, έμενε στο Βαφαιοχώρι. Κάθε Τετάρτη, αν ο άντρας της ο κύριος Νίκος κατέβαινε στο Πέρα με το αυτοκίνητο την άφηνε στο Μέγα Ρεύμα γύρω στις 10 και την έπαιρνε στην επιστροφή κατά τη 1 το μεσημέρι. Το ραντεβού της για τσάι στο σχολείο δεν το έχανε αν εκείνος έμενε σπίτι. Τότε ανέβαινε στο λεωφορείο και ερχόταν στην καθιερωμένη μας συνάντηση. Πάντα είχε μαζί της και την Ηürriyet. Καθόταν στο μεγάλο τραπέζι στο γραφείο, έβγαζε το Kelebek, έριχνε μια γρήγορη ματιά και σταματούσε στη σελίδα με τα σταυρόλεξα. Όση ώρα η κυρία Εμινέ δούλευε στον υπολογιστή κι εγώ έκανα μάθημα ασχολούνταν με την εφημερίδα της. Μόλις βγαίναμε για διάλειμμα κι όση ώρα τα παιδιά έκαναν τουρκικά μιλούσαμε καθισμένες στο γραφείο, κοντά στη μεγάλη σόμπα. Η κυρία Πόπη είχε περάσει τα 70, ίσως να κόντευε και τα 80, αλλά ήθελε να τη φωνάζω Ποπίτσα. Τη χαρακτήριζε αυτό που λένε αιώνια νεότητα. Ήταν η συντροφιά μου στο σχολείο, η βοήθειά μου για τη συνεννόηση με τους υπόλοιπους. Αν μου έλεγαν να κρατήσω μια λέξη από όσα μου έλεγε, αυτή θα ήταν το idare. Όποτε προέκυπτε κάποιο θέμα η Ποπίτσα, που ποτέ δεν μπόρεσα να την αποκαλέσω έτσι, με κοίταζε στα μάτια και μου ψιθύριζε: «Μαρία, κάνε idare». Ποτέ δεν κατάφερε να μου το μεταφράσει με μία λέξη. Μου το εξηγούσε περιφραστικά κι έτσι γρήγορα κατάλαβα ότι με το idare κατάφερε να τα φέρει βόλτα αιώνες τώρα ο κόσμος αυτός. Με ένα ζεστό ποτήρι τσάι, με τα σταυρόλεξα του Kelebek, κάνοντας idare αλλά και καμιά βόλτα μέχρι το Bebekι η γλυκιά κυρία Πόπη με άφησε να δω, σαν να τράβηξε την κουρτίνα για λίγο, το ρωμαίικο. Ιστορίες για τα μαθητικά της χρόνια, τότε που δεν υπήρχε ο μεγάλος παραλιακός δρόμος και πήγαινε με τη βάρκα μέχρι το Kabataş κι από εκεί στο Ζάππειο. Για τις γιορτές στο σπίτι, για τα τραπέζια με τους συγγενείς, για τις κυριακάτικες βόλτες στην Çamlica με τον κύριο Νίκο. Νομίζω ότι η κυρία Πόπη πόνεσε πιο πολύ από όλους με το κλείσιμο του σχολείου καθώς έχασε τη συντροφιά της και την επαφή με το χώρο που δούλεψε τόσα χρόνια κι ας μην ήταν αυτό το συγκεκριμένο κτίριο.

Όλες οι μέρες είχαν μια ξεχωριστή ομορφιά στο Βόσπορο. Η λιακάδα έκανε τον τόπο να λάμπει, φώτιζε τις δύο ακτές και έκανε τα νερά να λαμπιρίζουν. Η συννεφιά βάρυνε την ατμόσφαιρα αλλά τότε όλα έμοιαζαν βγαλμένα από κινηματογραφική ταινία. Θαμπά, έχαναν το ξεκάθαρο περίγραμμά τους. Βαπόρια που διέσχιζαν τα στενά, γυαλιά που τα έγλυφε το κύμα κι η γέφυρα του Ortaköy στο βάθος μια γκρίζα βελούδινη κορδέλα που ένωνε τους δύο κόσμους, τα ανατολικά με τα ρουμελικά. Όταν πάλι έβρεχε ήταν σαν όλα να ζητούσαν να πλυθούν από τη σκόνη αυτού του κόσμου, από την κάπνα των σπιτιών που ακόμα έκαιγαν κάρβουνο, από το ντουμάνι των αυτοκινήτων. Όμως το χιόνι στο Βόσπορο είναι εμπειρία ζωής. Τότε προτιμούσα παρά το κρύο και τ΄ αγιάζι να πάρω το δρόμο της επιστροφής από το σχολείο με τα πόδια. Να πάω ίσαμε εκεί που θα άντεχα. Να βλέπω και να νιώθω, κουκουλωμένη με το χοντρό σάλι, το σκούφο και τα γάντια. Κι όταν πια το παλτό γινόταν άσπρο κάπου εκεί στη Ξηροκρίνη χωνόμουν στο 42Τ που περνούσε γεμάτο πια κόσμο. Στρυμωγμένη ανάμεσα στους πολλούς που σαν κι εμένα γύριζαν παγωμένοι στα σπίτια τους. Δε με ένοιαζε όμως! Είχα γεμίσει ομορφιά κι επέστρεφα στο Πέρα.

Οι μέρες περνούσαν κι οι γιορτές δε μας έλειπαν. Την Κυριακή στις 8 Νοεμβρίου η γιορτή του χωριού. Εκκλησία, λειτουργία, με τον Παππού παρόντα, μετά στο σαλόνι, προσφωνήσεις, λόγοι, τραγούδια, απολογισμοί. Βάπτισμα του πυρός αλλά και εμπειρία μοναδική που επαναλήφθηκε αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια, σε άλλο σχολείο, σε άλλους χώρους, με άλλες αφορμές. Οι τελετές στην Πόλη έχουν κάτι από τα μεγαλεία άλλων εποχών. Ακολουθούν το πρωτόκολλο, έχουν τυπικό αλλά έχουν και χαρά και γλέντι, έχουν ανθρωπιά και ιστορία. Παράξενο πώς όλα αυτά συνταιριάζουν αλλά ίσως αυτά να είναι κι η αιτία της αντοχής τους στο χρόνο. Ακολούθησε η «Μέρα του δασκάλου» με τις μαμάδες να έρχονται από το πρωί και να ετοιμάζουν τραπέζι για μας, το Δήμο του Beşiktaş να στέλνει λουλούδια και δώρα και την Ποπίτσα να έρχεται να χαρεί και πάλι μαζί μας. Και μετά τα Χριστούγεννα! Κόψαμε, κολλήσαμε, στολίσαμε, τραγουδήσαμε, οι τρεις μας στο γιγάντιο σχολείο μας.

Κι όταν πια ο καιρός άνοιξε η αυλή μας ήταν ο παράδεισός μας. Την ώρα του μαθήματος ανοίγαμε τα παράθυρα κι η δροσιά μαζί τα κελαηδήματα των πουλιών πλημμύριζαν την αίθουσα. Στο διάλειμμα αφήναμε πίσω την αίθουσα και το γραφείο και παίζαμε μπάλα. Οι τρεις μας και κάποτε τα δυο τους. Πόσο μοναχικό είναι ένα σχολείο με δύο μαθητές, πόσο η ησυχία στους διαδρόμους και στην αυλή είναι παράταιρη, πόσο μελαγχολική είναι η απουσία συναγωνισμού στο παιχνίδι και στο μάθημα!

Ο καιρός περνούσε κι όλοι περίμεναν να έρθει το καλοκαίρι. Η κυρία Εμινέ για να βγει στη σύνταξη, ο Μιχαήλ κι ο Δανιήλ για να πάνε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή κι επιτέλους να βρεθούν μαζί με άλλα παιδιά κι εγώ για να πάω στο Ζάππειο. Στο Ζάππειο που θα έβλεπε στο Meşelik sokak κι από τα παράθυρά του θα άκουγα όλο το θόρυβο του Taksim . Στο Ζάππειο που για να φτάσω θα ανέβαινα μια ανηφόρα και μόνο. Στο Ζάππειο που δεν θα είχε ούτε αυλή, ούτε δέντρα, ούτε πουλιά, ούτε Βόσπορο.

Η επόμενη σχολική χρονιά με βρήκε να ζω και να δουλεύω στο Πέρα. Από την Turan του Tarlşabaşı να ανεβαίνω στο Taksim, να περνάω μπροστά από την Αγία Τριάδα και από εκεί να μπαίνω στο μεγάλο σχολείο της ρωμιοσύνης. Ποτέ όμως δεν ξέκοψα από το Μέγα Ρεύμα. Πώς άλλωστε! Κάποτε με την κυρία Πόπη και την κυρία Ελένη μιλώντας για τους Ρωμιούς που φύγαν, ρώτησα για έναν καθηγητή μου που ήταν από την Πόλη. Γέλασαν, σηκώθηκαν, με φώναξαν να βγούμε στην αυλή, σήκωσαν τα χέρια και μου είπαν: «Αυτό ήταν το σπίτι του Σολταρίδη, εδώ έμενε». Κι από το «εδώ έμενε» φτάσαμε σε λίγους μήνες στο «εδώ μένουμε». Όχι βέβαια στην Πόλη, πράγμα που ονειρευόμαστε, αλλά στην Κομοτηνή.

Το Μέγα Ρεύμα έγινε και χωριό μου, «εξ αγχιστείας». Σημάδεψε τη ζωή μου ποικιλοτρόπως. Έχει γίνει κομμάτι της κοινής μας ζωής. Απαραίτητη επίσκεψη σε κάθε μετάβασή μας στην Πόλη. Στο σχολείο, στην εκκλησία, στο σαλόνι, στο σπίτι του Συμεών, έστω κι απ’ έξω, στα στενά με τα υπέροχα σπίτια, στην παραλία για μια βόλτα από τη σκάλα μέχρι το Çamlı bahçe και μετά για ένα τσάι στο Belediye ή ένα ρακί στο Kuyu.

Ραντεβού λοιπόν για άλλη μια βόλτα στο ρέμα, στο Μέγα Ρεύμα!

Στοιχεία επικοινωνίας

 Κοινότητα Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μεγάλου Ρεύματος

  Satış Meydanı, 34347 Arnavutköy, Beşiktaş, Istanbul, Turkey

 Τηλέφωνο: (+90) 212 26 35 744

  Email: info@megalorevma.org

  Website: www.megalorevma.org

     

Αδελφότητα στην Αθήνα

Επισκεφτείτε την ιστοσελίδα της Αδελφότητας Κων/πολιτών Μεγάλου Ρεύματος Βοσπόρου "Ο Ταξιάρχης" και ενημερωθείτε για τις δράσεις της, στην Αθήνα.

adelfothta logo

Εγγραφείτε

Εγγραφείτε στη λίστα emails της Κοινότητας για να μαθαίνετε νέα μας.

Please enable the javascript to submit this form